προέλευσις

προέλευσις
προέλευσις
issuing forth
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προελεύσει — προέλευσις issuing forth fem nom/voc/acc dual (attic epic) προελεύσεϊ , προέλευσις issuing forth fem dat sg (epic) προέλευσις issuing forth fem dat sg (attic ionic) προελεύσει , προέρχομαι go forward fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελεύσεις — προέλευσις issuing forth fem nom/voc pl (attic epic) προέλευσις issuing forth fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελεύσεσι — προέλευσις issuing forth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελεύσεσιν — προέλευσις issuing forth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλευσιν — προέλευσις issuing forth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

  • προελευσιμαίος — ον, Μ (σχετικά με επίσημη πομπή) προπορευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέλευσις + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αίος), πρβλ. θνησ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • προελεύσεων — προελεύσεω̆ν , προέλευσις issuing forth fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προελεύσεως — προελεύσεω̆ς , προέλευσις issuing forth fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”